Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ξηρασμός — (Α) αποξήρανση. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ξηρασ τού ξηραίνω (πρβλ. ξηρασ ία) + κατάλ. μός (πρβλ. αυασ μός)] … Dictionary of Greek